-
1 διαφραγμα
- ατος τό1) перегородка(διπλῆ διαφράγματι καλύβη Thuc.; δ. φιλότεχνον Diod.)
δ. τοῦ μυκτῆρος анат. Arst. — сошник (vomer)2) грудобрюшная преграда, диафрагма Plut. -
2 διάφραγμα
τό1) перегородка; 2) анат., фото диафрагма -
3 εξανοιγω
-
4 φιλοτεχνος
21) опытный в своем искусстве, искусный, умелый(φ. καὴ πρακτικός Plat.; κομψὸς καὴ φ. Plut.)
2) искусно сделанный(διάφραγμα Diod.)
См. также в других словарях:
διάφραγμα — partition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek
διάφραγμα — το 1. (ιατρ.), υμένας που διαχωρίζει εσωτερικά όργανα του σώματος: Έχει μάθει να αναπνέει σωστά χρησιμοποιώντας το θωρακικό διάφραγμα. 2. εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικονοστάσιο ή εικονοστάσι — Διάφραγμα από γλυπτό ξύλο ή πέτρα που χωρίζει το Άγιο Βήμα από τον υπόλοιπο ναό (βλ. λ. τέμπλο)· το σημείο εκείνο του σπιτιού όπου οι πιστοί τοποθετούν εικόνες αγίων … Dictionary of Greek
διαφραγμάτων — διάφραγμα partition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγμασι — διάφραγμα partition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγμασιν — διάφραγμα partition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγματα — διάφραγμα partition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγματι — διάφραγμα partition neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγματος — διάφραγμα partition neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek